σκοίκιον

σκοίκιον
σκοίκιον, τό, a
A vessel or receptacle of some kind, Riv.Fil.1928.263 (Cyrene, iv B.C.), PTeb.45.41 (ii B.C.), UPZ89.17 (ii B.C.), PUniv.Giss.10. i 19 (ii/i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκοίκιον — τὸ, Α σκεύος, δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κόϊξ «κάνιστρο» + επίθημα ιον με αρκτικό σ κατ επίδραση τού σκεῦος ή τού σπυρίς «ψαροκόφινο»] …   Dictionary of Greek

  • κόιξ — ο (Α κόϊξ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη αρχ. 1. είδος αιγυπτιακού φοίνικα, υφαντική η θηβαϊκή 2. κάνιστρο που κατασκευαζόταν από φύλλα φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μια άλλη ονομ. τού δένδρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”